I know too much to be happy

Μέρες τώρα, κάθεται απέναντί μου στο τρένο προς την πόλη.  Σιωπηλή. Χτες μου μίλησε για πρώτη φορά.  I know too much to be happy μου είπε.  Παρατηρούσε τον κόσμο που ξεδιπλωνόταν έξω από το τρένο.  Ένα αστικό τοπίο που επαναλαμβανόταν.

I know too much to be happy.  Παρατηρούσε τις γειτονιές.  Τις πίσω αυλές.  Αυτές που χωρίστηκαν από τις γραμμές του τρένου. Αυλές γεμάτες παλιοσίδερα, σκουριασμένα αυτοκίνητα, παλιά ψυγεία, ξεφουσκωμένες μπάλες και λάσπη.

I know too much to be happy. Το τρένο άφησε πίσω του τις δυτικές συνοικίες και μπήκε στα ανήλιαγα φαράγγια της μεγαλούπολης, περνώντας μπροστά από ουρανοξύστες και μνημεία.

Χάθηκε μέσα στο πλήθος.  Ποτάμι δίπλα σε ποτάμι.

Το ίδιο βράδι στο τρένο της επιστροφής, η ματιά της είχε γίνει ένα με τη νύχτα.  Έψαχνε με το βλέμμα της τις πίσω αυλές.  Σα να είχε αφήσει κάτι μέσα τους.

Μεγάλωσα σε μια τέτοια αυλή, μου είπε.  Έβλεπα τα τρένα που περνούσαν πλάι μας.  Κι όταν άνοιξαν οι πόρτες των τρένων και με πήραν μέσα τους, άφησα πίσω μου τα παιχνίδια μου και την ευτυχία μου. Ταξίδεψα και σπούδασα.  Ταξίδεψα και ερωτεύτηκα.  Ταξίδεψα και πληγώθηκα.

Λασπωμένα χρόνια σε σταθμούς κι αεροδρόμια, τα είδα στα μάτια της.  Με το κεφάλι της γερμένο στο τζάμι του τρένου, με τη ματιά της χωμένη στη νύχτα, με τη νύχτα να βαραίνει στα κόκκινα νύχια της, έψαχνε κάτι.  Στις πίσω αυλές, πλάι στις ράγες, αναζητούσε τη στιγμή που ένοιωσε το βάρος της γνώσης.

Κατεβήκαμε από το τρένο.  Χιόνιζε.  Περπατήσαμε μέχρι που μας αγκάλιασε η νύχτα.  To be happy μου είπε.

Share

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *