Πόλη, Δράμα, Αθήνα· στάση τρίτη: Αθήνα

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Αθήνα. Πρώτη στάση, Σταδίου 23. Εκεί που χάθηκε η ανθρωπιά. Ζωντανεύουν οι στίχοι του Σεφέρη, κι ακόμη πονάει η πληγή. Οι φονιάδες ακόμη ανάμεσά μας, ατιμώρητοι, απρόσωποι, ασυνείδητοι.

Αυτοκίνητα, πεζοί, δίκυκλα προσπερνούν τον τόπο. Κάποια κεφάλια γυρίζουν, κάποιοι με είδαν να φωτογραφίζω και κούνησαν το κεφάλι τους με συμπόνοια. Μια περίφραξη έχει χωρίσει τη ζωή από το θάνατο. Μια περίφραξη προστατεύει τους ζωντανούς από τις τυψεις που φωλιάζουν μέσα στο καμένο κτίριο.

Η περίφραξη του κτιρίου μαγαρισμένη με συνθήματα, δίχως ίχνος συμπόνοιας, δίχως ίχνος ανθρωπιάς. Εδώ χαθήκαν νέα παιδιά κι ο άλλος με το σπρέι στέλνει μήνυμα στους προλετάριους. Σκατά στον τάφο της μάνας σου. Για την ανατροφή που σου δώσε. Σκατά στον τάφο της κοινωνίας μας. Για την ανατροφή που ανέχτηκε.

Σταδίου 23: ενθάθε κείται η Νέα Ελλάδα.

Στην πλατεία Μοναστηρίου. Γειά σου Νίκο. Γειά σου παλικάρι μου. Πώς είσαι; Καλά είμαι. Περιποιημένος, με το ευθύ βλέμμα αυτού που έχει πληρώσει τα κρίματά του στην κοινωνία. Έτοιμος για μια κουβέντα. Μολύβι και χαρτί. Α, ο Σαββόπουλος… περνάει καμιά φορά. Ο Δημοσθένης; Σιωπή.

Έξω απ’ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το ‘χαν διαλύσει
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
Με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου

Όχι ο Νίκος. Η Ελλάδα.

Δυο βήματα παραπέρα ο Ηριδανός. Καλέ έχει ποτάμι εδώ, κάτω από τα σπίτια; Αρχαίο θα είναι. Ο Ήδωνας είναι παιδί μου, το ποτάμι της Αχερουσίας. Από πού έρχεστε; Κατεβήκαμε για τις γιορτές να δούμε τα παιδιά λίγο. Ψύχρα κάνει σήμερα. Φυσάει. Να πάτε και στους Αέρηδες. Εδώ έφαγε ο πρωθυπουργός; Ναι μαζί τα φάγανε.

Δυο βήματα παραπέρα. Η Ελλάδα όλη δυο βήματα παραπέρα. Λεπτό με λεπτό η Αθήνα.

Share

Πόλη, Δράμα, Αθήνα· στάση δεύτερη: Δράμα

Γενέθλια οδός.

Μου είναι δύσκολο να γράψω για τη Δράμα.  Ιδιαίτερη πατρίδα, τόπος με διπολικές αναμνήσεις, της πολλής χαράς και της μεγάλης λύπης.  Τόπος ρημαγμένος, ξεχασμένος, στα απόνερα της ανάπτυξης, σήμερα υποφέρει βαθιά από την κρίση.  Συνάμα τόπος αγαπημένος, εκεί όπου ζουν φίλοι και φιλίες που κρατούν πάνω από τριάντα χρόνια.

Περπατώ στους δρόμους της πόλης προσπαθώντας να αναγνωρίσω πρόσωπα.  Αναπαραστώντας το παρελθόν, τις βόλτες που έκανα στην πόλη όταν ζούσα εκεί.  Στα άγνωστα πρόσωπα, στα απρόσωπα βλέμματα αναζητώ το οικείο παρελθόν.

Με τα χρόνια τα πρόσωπα γίνονται πλήθος, τα βλέμματα βοή.  Το πλήθος γίνεται ένα ποτάμι.  Η μηχανή του χρόνου που αναζητώ δεν υπάρχει, το ‘πε κι ο Ηράκλειτος: δις ουκ.  Μόνο μπροστά μας πάει η μηχανή του χρόνου.  Και φανερώνει το μέλλον μέσα στο ίδιο όνειρο.

Στο όνειρο που ο θάνατος έρχεται πάντοτε με ανακούφιση: ανώδυνος.  Γρήγορος. Λυτρωτικός.  Στη γωνιά του δρόμου πάντοτε ο ίδιος οπλοφόρος.  Σημαδεύει. Βλέπω τρεις πυροβολισμούς αλλά ακούω μόνο έναν.  Μετά ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία και αμέσως έφιδρη αφύπνιση.

Το κλειστό, πια, κουρείο του Νίκου Μέρμηγκα.

Φέτος για πρώτη φορά δεν κουρεύτηκα στη Δράμα.  Πάντοτε σταματούσα στο κουρείο του Νίκου, παλιού συμμαθητή της μητέρας μου και οικογενειακού φίλου.  Ο Νίκος πέθανε πριν λίγες βδομάδες· μόλις που είχε βγει στη σύνταξη.  Πριν χρόνια, λίγες μέρες μετά την κηδεία της μητέρας μου πήγα στου Νίκου για κούρεμα.  Έλειπε όταν πέθανε η μητέρα μου και δεν είχε μάθει ακόμη τα νέα.  Με ρώτησε λοιπόν πώς είναι η κατάστασή της.  Σταθερή, απάντησα.  Και πού την έχουμε τώρα, με ρώτησε εννοώντας σπίτι ή νοσοκομείο.  Στο νεκροταφείο του απάντησα.  Με άφησε στη μέση του κουρέματος και πήγε στο νεκροταφείο να ανάψει κερί.  Από τότε κωλόπαιδο με φώναζε κάθε φορά που σταματούσα για κούρεμα.  Με την αγκαλιά του ανοιχτή και το στοργικό χαμόγελο στα χείλη.

Στην πλατεία και στο πάρκο, οι άνθρωποι περπατούσαν σιγά, διστακτικά.  Ακροβασία ανάμεσα στην εφήμερη ανάπαυλα των γιορτών και στην ζοφερή απειλή της κρίσης.  Σφιγμένα χαμόγελα, εκκωφαντικά μεγάφωνα, τριών ημερών γένια, μαύρα μπουφάν, μισοσβησμένα τσιγάρα στα χείλη, κι η «κρίση» να κυριαρχεί στις συζητήσεις.

Δύσκολες μέρες για τη Δράμα και για κάθε μικρή πόλη.  Μου είναι δύσκολο να γράψω για τη Δράμα.

Share

Πόλη, Δράμα, Αθήνα· στάση πρώτη: Πόλις

Τα φετεινά Χριστούγεννα μας βρήκαν στον δρόμο, εξίσου μοιρασμένα από τέσσερεις μέρες στην Πόλη, στη Δράμα, και στην Αθήνα.

Στην Πόλη φτάσαμε μέσω Frankfurt στις 19 Δεκεμβρίου.Την περασμένη μέρα τα περισσότερα αεροδρόμια της βόρειας Ευρώπης ήταν κλειστά εξαιτίας πρωτοφανούς κακοκαιρίας. Φτάνοντας από το Σικάγο στη Frankfurt είδαμε τις πίστες του αεροδρομίου γεμάτες από αεροπλάνα που είχαν ξεμείνει εκεί λόγω του χιονιά. Οι περισσότερες πτήσεις της Lufthansa είχαν ματαιωθεί. Είμασταν όμως τυχεροί γιατι η πτήση μας προς Πόλη ήταν μια από τις λίγες που πραγματοποιήθηκαν εκείνη τη μέρα.

Η Πόλη, χαοτική και πολυδαίδαλη σφίζει από ζωή και ανάπτυξη. Εδώ και 1500 χρόνια περίπου λειτουργεί αδιάλλειπτα ως πολιτισμικό, πολιτικό, και οικονομικό σταυροδρόμι. Στους κεντρικούς δρόμους και στα σοκάκια της σταματώντας για έναν φρεσκοπατημένο χυμό ρόδιου, παρατηρεί κανείς μια ασταμάτητη κίνηση νέων ανθρώπων. Ο παλμός της Πόλης είναι έντονος και μποέμικος διατηρώντας μια ισορροπία ανάμεσα σε εργασία και διασκέδαση. Η Πόλη εξακολουθεί να βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, σαν τον τρούλο της Αγ. Σοφίας.

Προσγειωθήκαμε στο Atatürk havalimanı στην ώρα μας. Είχαμε κλείσει αυτοκίνητο και οδηγό να μας πάει στο ξενοδοχείο με €23. Η εξυπηρέτηση ήταν υποδειγματική. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει το μετρό από το αεροδρόμιο ως το Zeytinburnu, στη συνέχεια το τραμ ως το Kabataş κι από κει τον συρόμενο ως την πλατεία Taksim και στο ξενοδοχείο μας. Προτιμήσαμε όμως το αυτοκίνητο επειδή είμασταν και λίγο κουρασμένοι από το 16ωρο ταξίδι μας.

Μείναμε στο Central Palace, ένα συμπαθητικό, καθαρό, και άνετο ξενοδοχείο στον πεζόδρομο Lamartin μόλις 300 μέτρα από την πλατεία Taksim.

Το πρώτο βράδι κάναμε μια μικρή βόλτα στην Istiklal και σταματήσαμε για φαγητό στο φημισμένο παραδοσιακό μαγειρίο του Haci Abdullah: εδώ κοιτάμε πρώτα τη βιτρίνα με τα φαγητά και δείχνουμε τι θέλουμε να φάμε και μετά καθόμαστε. Δεν παραγγέλνουμε από το τραπέζι και με κατάλογο. Ανεβαίνοντας την Istiklal προς το ξενοδοχείο μας απολαύσαμε και το πρώτο μας σαλεπάκι συνοδεία με ψητά κάστανα.

Την επόμενη μέρα, παρέα με καλούς φίλους, κατεβήκαμε την Istiklal περπατώντας και φτάσαμε ως τον πύργο του Galata. Τον ανεβήκαμε (με τον ανελκυστήρα, χαλάλι οι 10 λίρες εισιτήριο) και θαυμάσαμε τη θέα εντυπωσιάζοντας ντόπιους και ξένους τουρίστες με την τοπογνωσία μας– όταν μεγαλώνεις στο σχολείο με το «σώπασε κυρά Δέσπονα και μην πολυδακρύζεις· πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι» τότε και το παλάτι του Βουκολέοντα βλέπεις πίσω από το πέπλο του χρόνου και τη Χρυσοτρίκλινο, και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά.

Από τον Galata Kulesi κατεβήκαμε με τα πόδια ως τη γέφυρα στο Karakoy διασχίζοντας τα γενοβέζικα σοκάκια, και περάσαμε στην παλιά πόλη. Την γέφυρα την περάσαμε περπατώντας στο κάτω πεζοδρόμιο από την ανατολική μεριά της, απολαμβάνοντας τη θέα προς τον Βόσπορο.

Από τα κάγκελα του πάνω διαστρωματος κρεμόντουσαν τα καλάμια των ψαράδων που συχνάζουν κάθε μέρα στη γέφυρα για γάβρο και σκουμπριά. Από τη γεφυρα βγήκαμε στην παλιά πόλη, στις αποβάθρες του Eminönü εκεί που στεκόταν κάποτε η Πύλη του Πέραν και το λιμάνι Προσφόριον. Σήμερα στις αποβάθρες βρίσκει κανείς υπαίθριες ψησταριές που προσφέρουν ψωμί και ψητό σκουμπρί για 4 λίρες (€2) και απευθύνονται στους χιλιάδες περαστικούς που πηγαινοέρχονται κάθε μέρα με τα καραβάκια για τις δουλειές τους.

Φεύγοντας από τις αποβάθρες του Eminönü, βρεθήκαμε στην Αιγυπτιακή Αγορά — το παζάρι των μπαχαρικών, Mısır Çarşısı. Δυστυχώς μας απογοήτευσε διότι έχει καταντήσει τουριστικός προορισμός έχοντας πλέον χάσει την παλιά της αίγλη (αλλά και τη χρησιμότητα). Παρόλα αυτά το Mısır παραμένει ένας φωτογραφικώς ενδιαφέρον προορισμός. Επίσης ενδιαφέρον έχουν τα μαγαζάκια νοτίως του Mısır καθώς και τα σοκάρια πέριξ του τζαμιού Hocapaşa.

Έπειτα από το Mısır και μια σύντομη επίσκεψη στο Yeni Cami, περπατήσαμε προς τον σιδηροδρομικό σταθμό Sirkeci, κάνοντας μια στάση στο Kral Kokorec για ψιλοκομένο κοκορετσάκι πασπαλισμένο με άφθονο μπούκουβο. Ταμάμ!

Ο σιδηροδρομικός σταθμός αποτελεί πλέον σκιά του παλιού του εαυτού. Από τους δυο διεθνείς συρμούς που μέχρι πρόσφατα φτάναν εδώ, έχει απομείνει ένας: αυτός από το Βουκουρέστι. Το Φιλία-Εξπρές από Θεσσαλονίκη έλαβε τέλος μαζί με το μεγάλο φαγοπότι στον ΟΣΕ.

Από το Sirkeci περπατήσαμε στη συνέχεια ως το Kapali Çarşı, διασχίζοντας τα στενά δρομάκια του Δεύτερου Λόφου εκεί που κάποτε ήταν τα κηροπωλεία, τα χαλκουργεία, και τα αρτοπωλεία της Βασιλεύουσας και περνώντας πλάι από την στήλη του Κωνσταντίνου, θεμέλιο και γεννέθλιο σύμβολο της Πόλης. Φτάσαμε έτσι και στον Τρίτο Λόφο όπου βρίσκεται το Kapali Çarşı.

Η σκεπαστή αγορά είναι μια διαρκής εμποροπανήγυρις στην οποία μετέχουν μόνο οι άκρως μυημένοι και οι εντελώς αφελείς. Τα πάντα είναι υπερτιμημένα και το επίμονο παζάρεμα μπορεί να οδηγήσει κάπου. Είδαμε ένα ωραίο περιδέραιο από αμέθυστους η τιμή του οποίου ξεκίνησε από τα €800 και με το παζάρεμα έπεσε στα €400. Και πάλι πολλά μας φάνηκαν — εκ πεποιθήσεως δεν θα αγόραζα ποτέ κάτι τόσο ακριβό στο εξωτερικό και ειδικά σε αγορά όπως το Kapali. Το ίδιο περιδέραιο βρήκαμε λίγες μέρες αργότερα σ’ ένα μαγαζάκι κoντά στη συμβολή των οδών Βύσσης και Αγάθωνος στην Αθήνα με τιμή εκκίνησης τα €500 και το παζαρέψαμε στα €250 — από περιέργεια μόνο προκειμένου να δούμε πόσο θα πέσει η τιμή, ενώ πλέον μας είχε φύγει το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη αγορά.

Βγαίνοντας από το Kapali περάσαμε και μια γρήγορη βόλτα από την αγορά βιβλίου (Sahaflar Çarşısı) που λειτουργεί λίγο παρακάτω (βορείως) από την πύλη στο Beyazit — τα παλιά χαρτοπρατεία του Βυζαντίου. Κάποια παλαιοβιβλιοπωλεία στη Sahaflar έχουν ενδιαφέρον αλλά δυστυχώς δεν είχα χρόνο να τα περιδιαβώ με άνεση.

Από τη Sahaflar συνεχίσαμε προς τα βόρεια, αναζητώντας το Suleymaniye Hamam. Είναι το μόνο χαμαμ στην πόλη που επιτρέπει αντρόγυνα μαζί ενώ εξυπηρετεί και οικογένειες. Εκεί την πατήσαμε! Δυο ζευγάρια Άγγλων με τα παιδιά τους είχαν μετατρέψει το χαμαμ σε παιδική χαρά. Φωνές, τσιρίδες, πιτσιλίσματα, ενισχυμένα από την ηχώ του θόλου δημιούργησαν μια κατάσταση που θύμιζε παραλία τον Αύγουστο. Με το που έφυγαν οι δυο οικογένειες, κάπως ησύχασε το μέρος και απολαύσαμε το λουτρό μας.

Βγαίνοντας αναζωογονημένοι από το χαμάμ κατεβήκαμε τον Τρίτο Λόφο της πόλης,το Μεγάλο Νυμφαίο, και διασχίζοντας την Ενετική συνοικία ξαναφτάσαμε στη γέφυρα του Γαλατά. Ήταν 20 Δεκεμβρίου και έκανε μια υπέροχη νύχτα, άνετη και ζεστή. Αποφασισαμε με την παρέα (είμασταν τρία ζευγάρια) να καθήσουμε σ’ ένα από τα άκρως τουριστικά εστιατόρια που είδαμε νωρίτερα στην ανατολική μεριά της γέφυρας. Ένας φίλος στην παρέα ήξερε το μυστικό προκειμένου να αποφύγουμε το ακριβό και μέτριο φαγητό: όταν ο σερβιτόρος προσπαθεί να σου «σπρώξει» τους μεζέδες για αρχή, τους παρακάμπτεις. Παραγγέλνεις αυτά που θέλεις εσύ και αποφεύγεις τα μεγάλα (και ακριβά) ψάρια. Έτσι, 6 άτομα τη βγάλαμε με γάβρο (τηγανητό και μαρινάτο), μελιτζανοσαλάτες, ταραμάδες, μύδια, χταποδάκι, ρακί και κρασί, με 150 λίρες (€75) και με απίστευτη θέα πάνω στο νερό.

Από το εστιατόριο περπατήσαμε ως την ακτή του Πέρα κι από κει πήραμε τον παλιό συρόμενο, το περίφημο Tünel, και ανεβήκαμε στο νότιο άκρο του πεζόδρομου της Istiklal αναζητώντας μαγαζί με dondurma χειμωνιάτικα. Με αναζωογονημένα κορμιά από το χαμάμ, μάτια και στομάχι χορτασμένα μετά το παγωτό περπατήσαμε ως το ξενοδοχείο κι έτσι έκλεισε η πρώτη μέρα περιήγησης στην Πόλη.

Το χειμερινό ηλιοστάσι την επόμενη μέρα μας βρήκε μόνους με τη Breeda να περιδιαβαίνουμε το Μπλέ Τζαμί και την Αγία Σοφία. Απαραίτητες επισκέψεις αφού ήταν το πρώτο ταξίδι της Breeda στην Πόλη. Επισκεφθήκαμε επίσης την Κιστέρνα (τη γνωστή ως Βασιλική), κι από ‘κει περπατήσαμε ανατολικά ως τον σιδηροδρομικό σταθμό αναζητώντας το Meşhur Filibe Köftecisi, για μεσημεριανό. Απολαύσαμε γευστικότατα φασόλια πιάζ και φρεσκοψημένα μυρωδάτα κεφτεδάκια σ’ενα μαγαζάκι 15 τετραγωνικά μέτρα όλο κιόλο. Χαιρετήσαμε τον ιδιοκτήτη και τον σερβιτόρο του καταστήματος και περάσαμε τον Κεράτιο Κόλπο για να πάρουμε τον συρόμενο του Tünel και να ανεβούμε την Istiklal προς το ξενοδοχείο μας όπου ανταμώσαμε τον κουμπάρο μας που μόλις είχε φτάσει από Δράμα.

Αργότερα το απόγευμα με τον Δημήτρη πήγαμε στο Galatasaray Hamam το οποίο αν και κάπως ακριβό, είναι αυθεντικότερο (90 λίρες (€45) για το πλήρες λουτρό). Σταθήκαμε τυχεροί και είχαμε τον θόλο μόνοι μας. Τα είπαμε, χαλαρώσαμε, κι έπειτα από ένα δυνατό μασάζ μας άνοιξε η όρεξη. Έτσι κατά τις 9 το βράδι συνεχίσαμε την βόλτα προς τα χαμηλά της Istiklal, μπαινοβγαίνοντας σε βιβλιοπωλεία και δισκάδικα και δοκιμάζοντας λίγα μύδια στο δρόμο, μέχρι να καταλήξουμε στο Refik για μεζεδοκατάνυξη. Δώσαμε διαπιστευτήρια στέλνοντας το ψωμί για ψήσιμο στη σχάρα και περάσαμε μια χαρά.

Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε ακόμη μεγαλύτερη παρέα, κατεβήκαμε στο Eminönü, κλείσαμε ένα καραβάκι και βγήκαμε βόλτα στον Βόσπορο ζητώντας του καπετάνιου να μας πάει στο χωριουδάκι Rumeli Kavaği. Τόπος λατρείας του Ούριου Διός, για να φέρνει καλούς αέρηδες στα πανιά των ναυτών που ετοιμαζόντουσαν να μπούν στη Μαύρη Θάλασσα, το μέρος έχει ωραία παραλία και αξιόλογες ψαροταβέρνες. Πήγαμε συστημένοι στην ψαροταβέρνα του Καχραμάν (Balikçi Kahraman) και απολαύσαμε σπάνιους μεζέδες κι ένα εξαιρετικό καλκάνι. Χορτασμένοι,πήραμε το καραβάκι και επιστρέψαμε το βραδάκι στην Πόλη.

Στις 23.12 μετά από μια πρωινή βολτα κι ένα αξέχαστο γυάλισμα παπουτσιών από μερακλή λούστρο, βγήκαμε στο δρόμο προς Ελλάδα και Δράμα.

Αναπολώντας την επίσκεψη στην Πόλη, νοιώθω πως η Ελλάδα έχει αρχίσει να ξεμένει πίσω. Η Istanbul είναι αναμφίβολα το μεγάλο αστικό κέντρο των Βαλκανίων και στην Αθήνα οι λογής-λογής Καρατζαφέρηδες, Σαμαράδες, και λοιποί βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης υστερίας για τους Τούρκους που μας επιβουλεύονται. Διπλωμένοι στην εθνικιστική μας εσωστρέφεια, χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα. Η Πόλη αναπτύσσεται, μεγαλώνει, πάλλεται,δημιουργεί. Παραμένει αυτοκρατορική και κοσμοπολίτικη, χωνευτήρι και φυτώριο. Βασιλεύουσα.

Στις 31.12.2010 που γράφτηκε αυτό το κείμενο η συναλλαγματική ισοτιμία της νέας τουρκικής λίρας ήταν 1 YTL=0.5 EUR και 1 YTL=0.65 USD. Καλές πληροφορίες για φαγητό στην πόλη μπορεί να βρει κανείς στο εξαιρετικο blog Istanbul Eats καθώς και στο πολύ καλό blog του Αγγελή Νάννου.

Share