Ο Αμαρτωλός Οδοιπόρος Ασθενής

ΕΓΩ ΣΕ ΣΥΜΦΟΡΗΙ ΠΕΠΛΗΓΜΕΝΟΝ ΑΧΑΡΙ, ΤΗΝ ΤΟΙ ΟΥK ΟΝΕΙΔΙΖΩ, ΕΚΑΘΗΡΑ ΚΑΙ ΟΙΚΙΟΙΣΙ ΥΠΟΔΕΞΑΜΕΝΟΣ ΕΧΩ

Από την αρχή ο Ηρόδοτος, αυτός ο πρώτος μισογύνης της ιστορίας, έχει πιάσει το νόημα των πραγμάτων. Για όλα φταίνε οι γυναίκες, μας λέει. Αν αυτές δεν καθόντουσαν να τις πιάσουν και να τις βιάσουν οι Φοίνικες έμποροι δεν θα ΄χαμε φασαρίες και πολέμους. Φταίνε κι οι Φοίνικες που πηγαίναν να βιάσουν τις γυναίκες άλλων αλλά φταίνε κι αυτές που τους περίμεναν στην παραλία.

Έκοψα ξώφαλτσα το δάχτυλό μου εκεί που καθάριζα κρεμμύδια με ένα μαχαίρι. Πετάχτηκε λίγο αίμα. Το σκούπισα και συνέχισα. Ήταν η μεγαλύτερη μεγένθυνση της μοναξιάς μου τα τελευταία δέκα χρόνια.

Ήταν σα να θυσίαζα κάτι σ έναν μικρό βωμό εκείνη τη στιγμή και όλη μου η ύπαρξη συντονίστηκε στο γεγονός πως δεν βρισκόταν απολύτως κανείς γύρω μου. Τρόμαξα καθώς το συνειδητοποίησα. Ζω με τη διαρκή έλλειψη τόσα χρόνια αλλά χρειάστηκε ένα κρεμμύδι και δυο σταγόνες αίμα για να την αποδεχτώ de facto.

Είμαστε διαρκώς πάνω σ΄ ένα αεροπλάνο και πέφτουμε.

Τσακιζόμαστε μέσα στην έρημο. Δεν έχουμε να πάμε πουθενά και δεν μας αναγνωρίζει κανείς. Ξένοι μέσα στις ίδιες μας τις πατρίδες μάταια ψάχνουμε να αρπάξουμε κάποια γνώριμη ματιά.

Δεν με χωρούσε η Δράμα. Δεν την χωρούσε η Θεσσαλονίκη. Δεν την χωρούσε η Αθήνα. Λες και τώρα μας χωράει το Chicago. Ξένοι σου λέω, ξένοι. Κορμιά διψασμένα για άλλα κορμιά, ζεστή υγρασία, τραβηγμένα σεντόνια στο κρεβάτι, δαγκωματιές στο κάτω χείλος, σφιγμένες παλάμες, τεντωμένες πατούσες. Καλά αυτά τα έχουμε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά.

Κι εκείνα τα μάτια που παρακαλούσαν για ένα «σ’ αγαπώ» για ένα φιλί; Ξεχάστηκαν, τα λησμόνησα. Στον ύπνο μου τώρα, στα όνειρά μου, στις σκοτεινές γωνιές καίνε σαν καντήλια. Ξυπνώ τις νύχτες κι ερωτεύομαι. Θυμάμαι την αγριάδα της προηγούμενης νιότης μου.

Θυμάμαι το σώμα της μέσα στη νύχτα. Θυμάμαι. Ο έρωτάς μου ολόκληρος ένα μνημόσυνο έχει γίνει.

Πάνω από το θυσιαστήριο με λίγους κόμπους ιδρώτα στο μέτωπο κοιτούσα το αίμα μου. Το παράκλητο και παρακλητικό. Το κλεισμένο μέσα σε έρωτες της μνήμης. Αυτό που είναι κλητευμένο να θητεύει στην προσταγή των ερώτων μου. Το πνεύμα μιας πνοής ανοιξιάτικης και η δροσιά του λινού ρούχου της Σύλβιας. Το αίμα μου, το ρούχο της. Και ρούχο της η καρδιά μου.

Φτάνει. Τώρα πια δεν θα με περιμένει ένα βαθύ κόκκινο καϊκι να με περάσει απέναντι. Δεν θα χει χρυσή γραμμή στα ίσαλά του. Αρκούν οι λιτές μνήμες να πληρώσω τον βαρκάρη; Αρκούν, αρκούν, είναι άπληστος και παίρνει ό,τι κι αν του δώσεις και μετά καθώς σπρώχνει τη βάρκα του απέναντι σου ζητάει περισσότερα καθώς πλησιάζετε εκεί που ποθείς. Να χεις να δίνεις.

Share

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *