Αμενηνά Κάρηνα ΙΙ

Ήρθαν από νωρίς
φίλοι χολωμένοι
γνωστοί και γνώριμοι
μαζεύτηκαν τριγύρω περιμέναν

Είχαν μια αιωνιότητα να περιμένουν
Οι μέρες του μετρημένες πριν την αιωνιότητα
Τους φίλεψε
προσεκτικά τους κοινωνούσε αίμα αμνού
να χαίρονται οι ψυχές τους

Πίετε εξ αυτού πάντες είπε
περιμένοντας την ανάστασή του

Στον επιτάφιο μαζεμένοι περιμένουμε
την άλλη μέρα άνοιξη – μας είπαν πως ήταν αμνός κάποιου Θεού
είδες τι πάθαν οι νήπιοι που φάγαν τα βόδια του Ήλιου;
αλλά φαγώσιμος

Ο ήλιος είναι τόσο σιωπηλός που αν δεν ζεις κοντά
στη θάλασσα τυφλώνεσαι
και βλέπεις τον Ιησού μεσημεριάτικα
να μνηστηροφονεί

Πώς να τρομάξεις τους νεκρούς με θάνατο;
Διψάσαμε γύρω από τον σκαμένο λάκο
σκύψαμε αδύναμα κεφάλια
σκιές αχνές στη χώρα των Κιμμερίων ή στο internet

Δεν φοβούνται οι πεθαμένοι

Οι φωνές μας σήκωναν σκόνη
το βαρύ κριθάλευρο
τη μέρα που φύγαμε
αφήνοντας πίσω μας φίλους

την Καμάρα
τη Θάσο
τις βάθρες

Σκοτεινό αίμα εκεί που καθρεφτίζονται οι ψυχές
φυλακισμένες σε οθόνη υπολογιστή
τα δάχτυλά μας ένα με τα πλήκτρα
στα δάχτυλά μας σημάδια τα πλήκτρα

Μεταναστεύσαμε
μας εξόρισαν
τέλος αυτοεξοριστήκαμε
μια γενιά

Τη μέρα του γυρισμού
δεν είχαμε προορισμό
ξένοι σε δυο και τρεις πατρίδες μοιρασμένοι
γυρεύοντας σημάδια, φίλους και μνήμες
ένα δρομολόγιο να μας βγάλει σε τόπο γνώριμο

Τριγύρω κήρυκες κρατώντας κινητά
Η Ελλάδα του 1-1-4
Η Ελλάδα στον Αθήνα 9-84
Η Ελλάδα του 094
ο αριθμός που καλέσατε άλλαξε

Με τόσο φως πυκνό κι ασβέστη
τυφλώνεσαι και βλέπεις μεσημεριάτικα
τον Ιησού να μνηστηροφονεί

Ακούσαμε το μέλλον μας
Πού να επιστρέψουμε

Share

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *