Δεν έφταιγε ο ήλιος

νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.

Τώρα που το λες, σα να μας το ‘χε πει κάποιος·
μη φατε τα βόδια τ’ ουρανόδρομου Ήλιου.
Ναι κάτι θυμόμαστε.
Πεινούσαμε όμως.
Δεν μας είχε μείνει παξιμάδι —
απ’ το νού του τα’βγαλε ο Σεφεριάδης.
Πεινούσαμε· τι να κάναμε;
Δεν τα φάγαμε όλα τα βόδια.
Ίσα-ίσα να χορτάσουμε,
να σταθούμε στα πόδια μας,
μαζί τα φάγαμε.
Μα κι αυτός,
ουρανόδρομος Ήλιος,
να μας στερήσει του γυρισμού τη μέρα;

Τι λένε;

Εγώ δεν στέρησα κανενός
του γυρισμού τη μέρα.

Πληγώθηκα, όταν τους είδα
να ρημάζουν το βιός μου.

Μα τους λυπήθηκα.
Κακομοίρηδες. Πεινασμένοι.
Ρακένδυτοι.
Εφτά χρόνια Κίρκη.

Τους έφερα νωρίτερα
του γυρισμού τη μέρα.

Νήπιοι αυτοί, ανόητοι,
είχαν προγραμματίσει
δεκαετές ταξίδι επιστροφής.
Κι αγνόησαν του γυρισμού τη μέρα.

Share

Γρ.

Την βδομάδα που μας πέρασε έμαθα για τον θάνατο του Γρηγόρη Πεντζίκη. Τον γνώρισα το 1984. Φιλόλογος αυτός στο 1ο Λύκειο Δράμας, μαθητής της β’ λυκείου εγώ. Έχοντας ξεκινήσει να γράφω τους πρώτους μου στίχους. Δεθήκαμε με φιλία απο τότε.

Για να γράψεις, μου είχε πει, πρέπει πρώτα να διαγράψεις. Ποίηση, μας έλεγε, είναι η ανατροπή της καθημερινής διαλεκτικής. Η ποίηση είναι μια κατ’ εξοχην σωματική πράξη.

Ταξιδεύοντας στη Δράμα εδώ και χρόνια, βλεπόμασταν και τα λέγαμε, αλλοτε στο σπίτι του άλλοτε στου Μουστάκα. Άσβεστο το πάθος του για πνευματική ζωή. Για πνευματώδη συζήτηση. Για στίχους και κείμενα. Διάβασες το τελευταίο της Γεωργίας; Τι κάνει η Άννα; Μου άρεσε το τελευταίο σου γράμμα. Είδα τη Σύλβια τις προάλλες.

Ο Γρηγόρης Πεντζίκης ήταν ένας απο τους ανθρώπους που με δένουν με την Ελλάδα και με τη Δράμα.

Η αναγγελία του θανάτου θα έκανε τον Γρηγόρη να γελάσει. Δράμα-Μιλάνο-Σικάγο-Δράμα-Αθήνα. Ο θάνατος του φίλου, του ποιητή παγκοσμιοποιημένος. Με μήνυμα από την αδελφική φίλη στο Μιλάνο ενω ταξίδευα εκτός Σικάγο. Έγραψα της Άννας στην Αλεξανδρούπολη.

Τη βδομάδα που έφυγε ο Γρηγόρης ήταν και τα γεννέθλια του αδερφού μου τον οποίο αγαπούσαν ο Γρηγόρης και η Τζουλιάνα. Αν ζούσε ο Αριστείδης Ηρακλειώτης σήμερα θα ήταν 43.

Στους δυο φίλους που ξανάσμιξαν, αφιερώνω ένα ποίημα της αγαπημένης μας Γεωργίας Τριανταφυλλίδου από τη συλλογή της Δικαίωμα Προσδοκίας (Άγρα, 2008).

ΙΔΑΝΙΚΟΣ Α.Η. ΔΡΑΜΗΝΟΣ

Ήταν ωραίος. Μύριζε παιδικό σαπούνι.
Για χρόνια τα χελιδόνια οσμίζονταν αλάνθαστα
ώσπου τα μαλλιά του προσπέρασαν τον Μάρτιο
κι ο ουρανός σκίστηκε άκαιρες ψαλιδιές.
Ήταν νέος. Σίγουρος για το τέλος του παιχνιδιού
με το μαχαίρι να φέρνει βόλτες γύρω από το σώμα
μα να πληγώνει βαθιά το στρώμα.
Μαρτύρησε έκπληκτος στην πόλη που γεννήθηκε
κι ούτε κανείς μαρτύρησε ποτέ την έκπληξή της.

Share

Γιῶργος Σεφέρης: Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα

Ανήμερα του Αγίου Πατρικίου (St Patrick’s Day) — τη μεγάλη γιορτή των Ιρλανδών — θυμάμαι ένα άλλο νησί, έναν άλλο μύθο, για την εκδίωξη των φιδιών.  Την ιστορία μας τη διηγείται ο Γιώργος Σεφέρης:

Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.

«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα…», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«… καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
…ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
– σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ –
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.

Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Share