Iστολογία Εαρινής Ισημερίας 2009

Η Ιστολογία Εαρινής Ισημερίας είναι μια συλλογική προσπάθεια λίγων ιστολόγων να δημοσιεύσουμε μαζί την λογοτεχνική δουλειά μας.   Ελπίζουμε στο επόμενο κάλεσμα να συγκεντρώσουμε τη συνεργασία περισσότερων συνιστολόγων.

H παρούσα Ιστολογία στοιχειοθετήθηκε με τις γραμματοσειρές Baskerville, Didot, και Olga της Εταιρείας Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων.  Η σελιδοποίηση έγινε με την προϋπόθεση πως το τελικό μέσο απεικόνισης της Ιστολογίας θα είναι η οθόνη του υπολογιστή.  Για τον λόγο αυτό απουσιάζει ο παραδοσιακός πίνακας περιεχομένων (η χρησιμότητα του οποίου έχει αντικατασταθεί από την παράθεση bookmarks (σελιδοδεικτών)).

Share

Γιῶργος Σεφέρης: Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα

Ανήμερα του Αγίου Πατρικίου (St Patrick’s Day) — τη μεγάλη γιορτή των Ιρλανδών — θυμάμαι ένα άλλο νησί, έναν άλλο μύθο, για την εκδίωξη των φιδιών.  Την ιστορία μας τη διηγείται ο Γιώργος Σεφέρης:

Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.

«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα…», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«… καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
…ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
– σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ –
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.

Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Share

Ὁδὸς Νικήτα Ράντου

Νυχτώσανε τὰ χρόνια.
Ἄφτιαχτες περιόδους δέχονται γκρεμίσματα
γραμματεῖς χωρίς Μωυσή
ἀγάλματα δίχως Ἑρμὴ
καραβέλες δίχως Κολόμβο
σφύρα τὸ τώρα, εἶναι τὸ μεταχθές.
(Νικόλας Κάλας, Ὁδὸς Νικήτα Ράντου)

Όπου κι αν ταξιδέψω αναζητώ την οδό Νικήτα Ράντου.  Υπάρχει παντού.  Αρκεί να την αφουκραστείς.  Στην Αθήνα, ας πούμε, η οδός Ράντου διασχίζει τα ανήλιαγα δρομάκια στου Ψυρρή.  Εκεί που Πακιστανοί και Νιγηριανοί πρόσφυγες παραδίνονται καθημερινά στον τρόμο της πραγματικότητας.

Στη Θεσσαλονίκη η οδός Νικήτα Ράντου περνούσε από την Ισαύρων και έφτανε ως τα μάτια της Λένας, στη Λυσσικράτους κάτω από την Δελφών.  Στο Seattle η οδός κουλουριάζεται στην πλατεία Pioneer.  Οι άστεγοι της πλατείας γνωρίζουν την οδό.  Κάθε βράδι, μπαίνει στα όνειρά τους και την ακολουθούν.  Ως τις μέρες που χάθηκε το τελευταίο χαμόγελο από το πρόσωπό τους.

Στα Γιάννενα η οδός Ράντου ήταν βυθισμένη στη λίμνη.  Ποτέ μου δεν την περπάτησα. Στην Pisa την βρήκα σ’ ένα μικρό δρομάκι απέναντι από τo εκκλησάκι της Santa Croce.

Δύσκολος δρόμος η Νικήτα Ράντου.  Σε φέρνει κύκλο: από το Frombork των ουράνιων κύκλων, στη Santa Croce, στη Λυσσικράτους, βυθίζεται σε μια λίμνη κι αναδύεται στην υπόγεια λεωφόρο Wacker στο Σικάγο, παράλληλα με το ποτάμι.

Στην οδό Νικήτα Ράντου υπάρχει πάντοτε μουσική.  Έξη γρήγορες νότες, ημιτόνιο κάτω, δυό ακόμη ημιτόνια παρακάτω: ίλεος ίλεος.  Ήρθε, λέει από τη Βαβυλώνα και πάει στο μάτι του κυκλώνα.  Πόθοι σε υπόγειες διαδρομές.

Οι τοίχοι στην οδό Νικήτα Ράντου είναι γεμάτοι με στίχους. Γραφή και Φως.  Δεν με παρατάς, είπε, κι απέλειπεν ο Θεός Αντώνιον.  Μακρινοί πυροβολισμοί — Σιθωνία.  Ελαιώνες κι αμπέλια.  Desnuda eres tan simple como una de tus manos.

Στο τέλος του δρόμου ο ίδιος ο Νικήτας Ράντος περιμένει.  Σε αντικρύζει που πλησιάζεις.  Κοιτά το ρολόι του.  Άργησες, κάπου θα ξεχάστηκες.  Ξέρεις πως θα σε ρωτήσει: τί σ´έφερε εδώ;

Εδώ, στην οδό Νικήτα Ράντου πώς έφτασες;  Κι από εδώ, από την οδό Νικήτα Ράντου πού θα πάς;

Θεέ μου πόσο παράξενοι
είν’ οι δικοί μας τόποι…
Θλιμμένα τα τραγούδια μας
και γελαστοί οι ανθρώποι…

Share

Aλάτι του χρόνου η κλαγγή των νεκύων

Για να γράψεις, μου είχε πει, πρέπει πρώτα να διαγράψεις.  Παίρνεις τον δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα.  Μα όσο πλησιάζεις τόσο η θάλασσα τραβιέται μακρυά σου.  Κατεβαίνεις  ως τα θεμέλια των νησιών και πάλι δεν φτάνεις.  Βλέπεις τα υπόγεια ακρωτήρια και πάλι δεν φτάνεις.

Μετά από μέρες, μια πόρτα.  Φαρδιά, σιδερένια, που άντεξε την αλμύρα της θάλασσας.  Τη διαβαίνεις και βρίσκεις τους πνιγμένους στίχους σου.

Κέρινοι έρωτες, ορίζοντες απόψε μακρινοί, κι ο ασήκωτος επιτάφιος πλάι στο ανοιξιάτικο γιασεμί.  Στίχοι που εγκατέλειψες εδώ και χρόνια, σε αντικρύζουν ωριμότεροι και πολυταξιδεμένοι. Έτοιμοι να μιλήσουν μαζί σου αρκεί να τους ποτίσεις με αίμα.

Διψάσαμε γύρω από τον σκαμένο λάκο
σκύψαμε αδύναμα κεφάλια
Σκιές αδειανές στη χώρα των Κιμμερίων

πότε στο Internet
και πότε στ΄ αεροδρόμια

Οι φωνές μας πήραν σύννεφο το ψιλό κριθάλευρο

Οι πεθαμένοι δεν φοβούνται πόνo, θάνατο
Τί λόγος την ψυχή τους να ταράξει;

Πεθάναμε τη μέρα που φύγαμε
Στη γούρνα με το αίμα καθρεφτίζονται άστρα
Στην οθόνη του υπολογιστή καθρεφτίζονται ψυχές
τα δάχτυλά μας ενωμένα με τα πλήκτρα
στα δάχτυλά μας σημάδια από τα πλήκτρα
οι καρδιές μας μαρμαρυγούν στο πέρασμα των bits

Ποιός να τρομάξει εμάς
Μεταναστεύσαμε – μας εξόρισαν
τέλος αυτοεξοριστήκαμε

Χρησμοί οι νεκροί στίχοι.

Για να γράψεις πρέπει πρώτα να διαγράψεις.  Μακρύα, προς την θάλασσα ανατέλουν οι χρησμοί των νεκρών στίχων.    Κι όπως πέφτει το φως τους επάνω στα αποκαΐδια της Αθήνας, διαγράφεται το σχήμα σου κι ο τόπος σου.

Για να γράψεις πρέπει πρώτα να διαγράψεις.

Share

μῦθος ἐσώθη καὶ οὐκ ἀπώλετο

Καὶ οὕτως͵ ὦ Γλαύκων͵ μῦθος ἐσώθη καὶ οὐκ ἀπώλετο͵ καὶ ἡμᾶς ἂν σώσειεν͵ ἂν πειθώμεθα αὐτῷ͵ καὶ τὸν τῆς Λήθης ποταμὸν εὖ διαβησόμεθα καὶ τὴν ψυχὴν οὐ μιανθησόμεθα. (Πολιτεία Ι.318)

Φτάνει μόνο να πιστέψεις, λίγο έστω, πως η ψυχή είναι αθάνατη.
Ως πού;  Ως πότε;
Η ψυχή που βαπτίζεται στον ποταμό της Λήθης
Η ψυχή που καταδύεται στον ποταμό της Λήθης.

Βαθιά, εκεί που ο Πλάτωνας δεν είδε
απέναντι της Ιστορίας
απέναντι του μύθου
απέναντι ενός μικρού θεού
που τώρα δοκιμάζει την πρώτη Αμαρτία

Βαθιά στον ποταμό της Λήθης,
θαμένες λέξεις
κέρινοι έρωτες
τα λείψανα των εραστών

Φτάνει μόνο να πιστέψεις, λίγο
στην αθανασία της ψυχής
Την προσφέρουν, σε τιμή ευκαιρίας
ιερείς, φιλόσοφοι
κι η μετανιωμένη πουτάνα στο κουρείο της.

μῦθος ἐσώθη, κι ας έχει στερέψει πια το ποτάμι·
οὐκ ἀπώλετο, κι ας έχει χαθεί η μνήμη μας·

Κι αν σήμερα διαβαίνουμε τον ποταμό, είναι γιατί στέρεψε.

Share

I know too much to be happy

Μέρες τώρα, κάθεται απέναντί μου στο τρένο προς την πόλη.  Σιωπηλή. Χτες μου μίλησε για πρώτη φορά.  I know too much to be happy μου είπε.  Παρατηρούσε τον κόσμο που ξεδιπλωνόταν έξω από το τρένο.  Ένα αστικό τοπίο που επαναλαμβανόταν.

I know too much to be happy.  Παρατηρούσε τις γειτονιές.  Τις πίσω αυλές.  Αυτές που χωρίστηκαν από τις γραμμές του τρένου. Αυλές γεμάτες παλιοσίδερα, σκουριασμένα αυτοκίνητα, παλιά ψυγεία, ξεφουσκωμένες μπάλες και λάσπη.

I know too much to be happy. Το τρένο άφησε πίσω του τις δυτικές συνοικίες και μπήκε στα ανήλιαγα φαράγγια της μεγαλούπολης, περνώντας μπροστά από ουρανοξύστες και μνημεία.

Χάθηκε μέσα στο πλήθος.  Ποτάμι δίπλα σε ποτάμι.

Το ίδιο βράδι στο τρένο της επιστροφής, η ματιά της είχε γίνει ένα με τη νύχτα.  Έψαχνε με το βλέμμα της τις πίσω αυλές.  Σα να είχε αφήσει κάτι μέσα τους.

Μεγάλωσα σε μια τέτοια αυλή, μου είπε.  Έβλεπα τα τρένα που περνούσαν πλάι μας.  Κι όταν άνοιξαν οι πόρτες των τρένων και με πήραν μέσα τους, άφησα πίσω μου τα παιχνίδια μου και την ευτυχία μου. Ταξίδεψα και σπούδασα.  Ταξίδεψα και ερωτεύτηκα.  Ταξίδεψα και πληγώθηκα.

Λασπωμένα χρόνια σε σταθμούς κι αεροδρόμια, τα είδα στα μάτια της.  Με το κεφάλι της γερμένο στο τζάμι του τρένου, με τη ματιά της χωμένη στη νύχτα, με τη νύχτα να βαραίνει στα κόκκινα νύχια της, έψαχνε κάτι.  Στις πίσω αυλές, πλάι στις ράγες, αναζητούσε τη στιγμή που ένοιωσε το βάρος της γνώσης.

Κατεβήκαμε από το τρένο.  Χιόνιζε.  Περπατήσαμε μέχρι που μας αγκάλιασε η νύχτα.  To be happy μου είπε.

Share

Αγαπημένο ποίημα

Ανταποκρίνομαι στην πρόσκληση του τσοκ-τσοκ, που μόλις την είδα, να δηλώσω το αγαπημένο μου ποίημα (δες που θα γίνω δηλωσίας για χάρη ενός ΚΝΙτη!)

Πρόκειται για δύσκολη επιλογή. Το αγαπημένο μου ποίημα είναι τα εξής τρία: Η Ηλικία της Γλαυκής Θύμησης του Οδυσσέα Ελύτη, οι Αργοναύτες του Γιώργου Σεφέρη, και το Ζεϊμπέκικο του Διονύση Σαββόπουλου. Τα ποιήματα αυτά αντανακλούν τις πιο βαθιές ευαισθησίες μου. Κι εξηγούμαι:

Continue reading

Share