Αμενηνά Κάρηνα I

ΑΠΙΣΧΕ ΔΕ ΦΑΣΓΑΝΟΝ ΟΞΥ, ΑΙΜΑΤΟΣ ΟΦΡΑ ΠΙΩ ΚΑΙ ΤΟΙ ΝΗΜΕΡΤΕΑ ΕΙΠΩ

Πώς να τρομάξεις τους νεκρούς με πόνο και με θάνατο;
Με τι σπαθί να τους τρυπήσεις;

Ξαναπεθαίνουν οι νεκροί δίχως ανάσταση;
Από τον Άδη παρακάτω πού να πάνε;

Διψάσαμε γύρω από τον σκαμένο λάκο
σκύψαμε αδύναμα κεφάλια
Σκιές αδειανές στη χώρα των Κιμμερίων

πότε στο Internet
και πότε στ΄ αεροδρόμια

Οι φωνές μας πήραν σύννεφο το ψιλό κριθάλευρο

Οι πεθαμένοι δεν φοβούνται πόνo, θάνατο
Τί λόγος την ψυχή τους να ταράξει;

Πεθάναμε τη μέρα που φύγαμε
αφήνοντας πίσω μας φίλους, την Καμάρα, τη Θάσο
τις βάθρες
Στη γούρνα με το αίμα καθρεφτίζονται άστρα
Στην οθόνη του υπολογιστή καθρεφτίζονται ψυχές
τα δάχτυλά μας ενωμένα με τα πλήκτρα
στα δάχτυλά μας σημάδια από τα πλήκτρα
οι καρδιές μας μαρμαρυγούν στο πέρασμα των bits

Ποιός να τρομάξει εμάς
Μεταναστεύσαμε – μας εξόρισαν
τέλος αυτοεξοριστήκαμε

Του γυρισμού τη μέρα
δεν ξέραμε κατά πού να πάμε
Ο Παναγιώτης μπήκε φαντάρος για τρεις μήνες
Του Νικόλα, λεν, του σάλεψε, τον
κλείσανε σε μοναστήρι
Η Λήδα ακόμη ψάχνεται, φοβάται τα σκοτάδια
Η Δήμητρα τρέχει το φάντασμά της να προλάβει
χρόνους μας άφησε ο Λώνης
γιατρός στην Αφρική ο Στέλιος
κι άλλοι πολλοί ψυχές καθένας στο δικό του Άδη

Δεν είχαμε πού να πάμε
ξένοι σε δυο και τρεις πατρίδες μοιρασμένοι
αναζητώντας φίλους, σημάδια, μνήμες
έναν χάρτη, στο τέλος κάποιο δρομολόγιο
πλάνο

Τριγύρω κήρυκες κρατώντας κινητά
και λεπτούς χαρτοφύλακες
φυλούν τα αεροδρόμια

Το μέλλον μας ακούσαμε
μάθαμε όσα γίναν καθώς λείπαμε
Γιατί να επιστρέψουμε;

Share

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *