Η φωτογραφία ήρθε χτες από το χειμωνιάτικο Βέλγιο. Τραβήχτηκε από καλό φίλο σ’ ένα χωριουδάκι κοντά στο Leuven.
Τα λουκάνικα, με πληροφορεί ο φωτογράφος και ιδιοκτήτης τους, είναι Διδυμοτείχου.
Θυμήθηκα λοιπόν την εξής σκηνή με τον πατέρα μου που μας αποχαιρετούσε όταν φεύγαμε από τη Δράμα τον περασμένο μήνα. Το προηγούμενο βράδι είχαμε μαζευτεί, μια παρεούλα, στου κουμπάρου μου όπου μας φίλεψαν σπιτικό παστουρμά, αγριογούρουνο, και χειροποίητα λουκάνικα, μαζί με άλλα μεζεδάκια. Τα λουκάνικα λοιπόν ήταν εξαιρετικά και το είπα στον πατέρα μου όταν γυρίσαμε σπίτι εκείνο το βράδι: «φάγαμε κάτι λουκάνικα, πού να στα λέω»!
Το επόμενο πρωί ήρθε η ώρα να αφήσουμε τη Δράμα και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στην Ελλάδα κατεβαίνοντας στην Αθήνα. Έφτασε ο κουμπάρος (ο χτεσινοβραδινός) να μας πάρει για να μας πάει στο αεροδρόμιο της Καβάλας. Συγκινημένος ο μπαμπάς Ιωάννης ενώ μας αποχαιρετούσε, γυρνά στον κουμπάρο και του λέει (με πλήρη διακοπή της συγκίνησης, έτσι;): «Μπάμπη απ΄αυτά τα λουκάνικα που φάγατε χτες θα μου φέρεις κανα δυο κιλά;». Βεβαίως, του είπε ο Μπάμπης, και ήρθε στα ίσια του ο κυρ Γιάννης. Και φυσικά μετά από κανα δυο μέρες του τα πήγε τα λουκάνικα.