Δεν έφταιγε ο ήλιος

νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.

Τώρα που το λες, σα να μας το ‘χε πει κάποιος·
μη φατε τα βόδια τ’ ουρανόδρομου Ήλιου.
Ναι κάτι θυμόμαστε.
Πεινούσαμε όμως.
Δεν μας είχε μείνει παξιμάδι —
απ’ το νού του τα’βγαλε ο Σεφεριάδης.
Πεινούσαμε· τι να κάναμε;
Δεν τα φάγαμε όλα τα βόδια.
Ίσα-ίσα να χορτάσουμε,
να σταθούμε στα πόδια μας,
μαζί τα φάγαμε.
Μα κι αυτός,
ουρανόδρομος Ήλιος,
να μας στερήσει του γυρισμού τη μέρα;

Τι λένε;

Εγώ δεν στέρησα κανενός
του γυρισμού τη μέρα.

Πληγώθηκα, όταν τους είδα
να ρημάζουν το βιός μου.

Μα τους λυπήθηκα.
Κακομοίρηδες. Πεινασμένοι.
Ρακένδυτοι.
Εφτά χρόνια Κίρκη.

Τους έφερα νωρίτερα
του γυρισμού τη μέρα.

Νήπιοι αυτοί, ανόητοι,
είχαν προγραμματίσει
δεκαετές ταξίδι επιστροφής.
Κι αγνόησαν του γυρισμού τη μέρα.

Share

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *