Η κλεψύδρα του κυρίου Αρνό

Μαζί με τα βιβλία λιγόστευαν κι οι μέρες τους. Κάτι σαν κλεψύδρα η βιβλιοθήκη του Pierre λιγόστευε μέρα με τη μέρα.

Με τρομάζουν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον συγκριτικό βαθμό για να δηλώσουν το απόλυτο, το υπερθετικό. Φτωχή η γλώσσα τους, φτωχός ο λόγος τους και ύπουλο το πνεύμα τους. Συγκαλύπτουν την κοντοφθαλμοσύνη τους με το παραπέτασμα της σύγκρισης.

Μέσα στ’ αεροδρόμια κυνηγούμε τη χίμαιρά μας. Ανεβαίνουμε στους ουρανούς μέσα στ’ αεροπλάνα για να βρούμε αυτό το πλάσμα με το λιονταρίσιο κεφάλι. Δεν βλέπουμε τίποτα και ξανακατεβαίνουμε με τις ελπίδες τσακισμένες.

Ν’ αγαπηθούμε: αυτό ξέρουμε πως να το απαιτήσουμε. Κι όταν έρχεται η ώρα να το δηλώσουμε ξαφνικά η σιωπή μας κυριεύει και της παραδινόμαστε. Ξεφεύγουμε όταν είναι αργά. Και πάλι τότε βρίσκουμε τους εαυτούς μας μέσα σ΄ ένα αεροδρόμιο έτοιμους να αναζητήσουν εκ νέου και εις μάτην αυτή τη χίμαιρα.

Ο Pierre είχε μετρήσει τη ζωή του με βιβλία. Στα 30 μου έχω κι εγώ 6,000 βιβλία μοιρασμένα στο Chicago και στη Δράμα. Διακόσια βιβλία για κάθε χρόνο ποιός ξέρει τι σημαδεύουν. Οι ποιητές που λένε τα ίδια και τα ίδια και τώρα και ΄γω ανάμεσά τους να λέω τα ίδια κι όμως με τρόπο διαφορετικό. Πόσες φορές μπορείς να πεις σ΄ αγαπώ. Άπειρες, άπειρες, δεν το χορταίνεις κι ας σε πνίγει ο λόγος του και η χάρη του.

Η ματιά της Andrea ήταν η ματιά της Holi προχτές. Με τάραξε. Γινόταν διευρευνητική, απαιτητική, μερικές στιγμές μετά σχεδόν παρακλητική. Talk to me duke, talk to me. Περπατούσαμε με τη Holi στο Kilaua πριν δυό χρόνια και κοιτούσαμε τ΄ αστέρια. Τι μ΄ έκανε να θυμηθώ τον επιτάφιο στο μοναστήρι των Ταξιαρχών εκείνη η νύχτα; Με το μουσκεμένο χαλίκι στο προαύλιο της εκκλησίας και το γιασεμί να μοσχοβολάει από τον φράχτη; Δεύρο πάσα κτίσις ύμνους εξοδίους… ήταν κι η Σύλβια εκεί. Το άλλο βράδι, πάλι το δροσερό χαλίκι, το γιασεμί, ένας ξάστερος ουρανός, οι ματιές της Σύλβιας, το ανέσπερο φως, και η ανεκπλήρωτη υπόσχεση που ανανεώνεται κάθε χρόνο.

Οι αναμνήσεις μου θα ‘ναι ο επικήδειός μου. Ονειρεύτηκα χτες την κηδεία μου. Οι φίλοι μου γύρω απο το φρεσκοσκαμένο μνήμα, ο Συμεών να διαβάζει την παρακλητική, λουλούδια, μετά μουσική μέσα στο νεκροταφείο. Εκείνο το πάμε σ’ άλλες πολιτείες ερωτικές/πάμε σ’ άλλες πολιτείες αναρχικες… που άκουσα όταν άνοιξα τα μάτια μου μέσα στο λεωφορείο από Γιάννενα φτάνοντας στη Θεσσσαλονίκη ώρα πεντέμιση τα ξημερώματα. Η πόλη ήταν στεφανωμένη με μια πορτοκαλί ομίχλη. Ποθούσα ν’ αγκαλιάσω την Τάνια, να την κρατήσω πάνω μου, να νοιώσω τον παλμό της, την ανάσα της. Ήμουν καθ’ οδόν προς μια πολιτεία ερωτική και αναρχική. Και την μέρα της ταφής μου προς τα ‘κει θα πηγαίνω πάλι. Με καμπανούλες και σήμαντρα, λουσμένος αριστοφανικός χορεύοντας θα πλησιάζω προς τα ΄κει που καθώς λένε αυτοί που ξέρουν έχει μόνο απαντήσεις. Θα μπαινοβγαίνω στα όνειρα των φίλων μου και θα τους χαμογελώ. «Ναι το ξέρω πως είμαι πεθαμένος από καιρό,» θα τους λέω, «αλλά δεν πειράζει γιατί το συνήθισα τώρα».

«Ποιό άλλο τραγούδι θες στην κηδεία σου,» ρωτούσε η Σύλβια ένα βράδι. «Πολλά,» της απάντησα «και πού να στα λέω».

Share

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *