Το δώρο του Ουάσιγκτον

Υπάρχει μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία σχετική με την γέννηση αυτής της χώρας την οποία γνωρίζουν ελάχιστοι Αμερικανοί. Πρόκειται για μιά πράξη του Γεωργίου Ουάσιγκτον – την άρνηση του να διεκδικήσει απόλυτη εξουσία – που επιβεβαιώνει τις βαθύτερες πεποιθήσεις μας περί αυτοδιακυβέρνησης και είναι ακόμη σημαντική στον σημερινό μας κόσμο. Για να εκτιμήσει κάποιος την σημασία της, όμως, πρέπει να εξετάσει την σκοτεινή περίοδο μετά το τέλος της οκταετούς πάλης της Αμερικής για ανεξαρτησία.

Η ιστορία ξεκινάει με την άφιξη του στρατηγού Ουάσιγκτον στην Ανάπολη του Μέρυλαντ, στις 19 Δεκεμβρίου 1783. Η χώρα ήταν επιτέλους εν ειρήνη – λίγες εβδομάδες μετά την αναχώρηση των τελευταίων Βρετανικών στρατευμάτων από το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Οι προηγούμενοι 8 μήνες όμως ήταν μια περίοδος τρομερής αναταραχής και αγωνίας για τον Ουάσιγκτον, ο οποίος ήταν πάντα τόσο συγκρατημένος στην συμπεριφορά του. Ο στρατός του είχε διαλυθεί και σταλεί στα σπίτια τους, απλήρωτος, από ένα Κογκρέσο που τελούσε υπό οικονομική χρεωκοπία, χωρίς νικητήρια παρέλαση ή έστω μια δήλωση ευχαριστιών για τα χρόνια θυσιών και πόνου που υπέστησαν οι στρατιώτες.

Αντ’ αυτού, πολλοί βουλευτές και οι σύμμαχοι τους στον Τύπο είχαν διεξάγει μια δηλητηριώδη εκστρατεία κατασυκοφάντησης των στρατιωτών- ειδικά των αξιωματικών, γιατί δήθεν απαίτησαν υπερβολικά ποσά για πληρωμές καθυστερούμενων μισθών και συντάξεις. Ο Ουάσιγκτον είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να πείσει το Κογκρέσο να πληρώσει τους στρατιώτες αλλά είχε αποτύχει και, ως αποτέλεσμα, είχε χάσει τον σεβασμό πολλών από τους νεότερους αξιωματικούς. Μερικοί από αυτούς άρχισαν να τον αποκαλούν, υποτιμητικά, “η Μεγάλη Βεντέτα”, μια κοροϊδευτική αναφορά στην διεθνή φήμη του. Όταν αποχαιρέτισε τους αξιωματικούς του στην Ταβέρνα Φρόνσις, στη Νέα Υόρκη, στις αρχές Δεκεμβρίου, είχε ξεσπάσει σε λυγμούς βλέποντας την οργή και την απόρριψη στα πρόσωπα πολλών από τους συντρόφους του.

Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, που ήταν τότε βουλευτής και κάποτε υπήρξε ο πιό έμπιστος βοηθός του Ουάσιγκτον, του έγραψε σε μια σκοτεινή επιστολή ότι η χώρα διαπνεόταν από «αίσθημα αντίθεσης στην ύπαρξη στρατού» και αυτό έβρισκε σύμφωνους πολλούς βουλευτές. Ο Χάμιλτον πρόσθεσε ότι είχε «αδιάφορη γνώμη για την εντιμότητα» των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, σε μια ακραία έκφραση οργής.

Πολύ σύντομα, ο Χάμιλτον άρχισε να εκφράζει ακόμη χειρότερη γνώμη για το Κογκρέσο. Τα μέλη του εγκατέλειψαν την Φιλαδέλφεια κακήν κακώς όταν μερικές εκατοντάδες απλήρωτοι στρατιώτες στην φρουρά της πόλης περικύκλωσαν το Πολιτειακό Μέγαρο της Πενσυλβάνια, απαιτώντας να τους πληρωθούν οι μισθοί που τους οφείλονταν. Ο βουλευτής Χάμιλτον χαρακτήρισε το γεγονός «απαίσιο και αηδιαστικό πέρα ως πέρα» και σύντομα παραιτήθηκε της έδρας του στο Κογκρέσο.

Η χώρα ήταν σύμφωνη. Οι εφημερίδες, από την Βοστώνη έως την Σαβάνα της Τζόρτζια, δημοσίευαν καταδικαστικά σχόλια για το Κογκρέσο. Οι πολιτικοί κατέφυγαν στο Πρίνστον του Νιού Τζέρσεϋ, όπου απέρριψαν την συμβουλή του Ουάσιγκτον να χρηματοδοτήσουν την δημιουργία ενός μικρού, τακτικού στρατού, και μετά κατέληξαν στην Ανάπολη του Μέρυλαντ.

Στο Άμστερνταμ, όπου τραπεζίτες προσπαθούσαν να διαθέσουν μερίδια ομολογιακού δανείου των ΗΠΑ που διαπραγματεύθηκε ο μετέπειτα Πρόεδρος της χώρας Τζων Άνταμς, η ζήτηση εξανεμίσθηκε. Ακόμη και ο καλύτερος φίλος της Αμερικής στην Ευρώπη, ο Μαρκήσιος ντε Λαφαγιέτ, αναρωτήθηκε δημόσια εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες οδεύουν προς κατάρρευση. Ο Ουάσιγκτον, βαθύτατα αποθαρρυμένος, δήλωσε ότι, κατά τη γνώμη του, «το ένα κεφάλι είχε χωρισθεί στα δέκα τρία».

Υπήρχε κάποιος που μπορούσε να σώσει την κατάσταση; Πολλοί πίστευαν ότι μόνο ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον μπορούσε να πραγματοποιήσει αυτό το θαύμα.

Νωρίτερα εκείνη την χρονιά είχε δεχθεί εισηγήσεις να διαλύσει το Κογκρέσο και να κυβερνήσει σαν βασιλιάς χωρίς στέμα, υπό τον τίτλο του προέδρου. Αρνήθηκε αποφασιστικά ακόμη και να συζητήσει την ιδέα. Τώρα πολλοί αναρωτούντο εάν είχε αλλάξει γνώμη. Κατ’ ελάχιστον, θα μπορούσε να εμφανισθεί προ του Κογκρέσου και να απευθύνει μια καταδικαστική αποκήρυξη της δειλής αναχώρησης τους από την Φιλαδέλφεια και της αγνωμοσύνης προς τους στρατιώτες του. Μιά τέτοια πράξη θα κατέστρεφε τα οποιαδήποτε ψήγματα αξιοπιστίας είχαν απομείνει στους πολιτικούς.

Στις 12 το μεσημέρι της 23ης Δεκεμβρίου 1783, ο Ουάσιγκτον και δύο υπασπιστές του περπάτησαν από το ξενοδοχείο τους στο Πολιτειακό Μέγαρο της Ανάπολης, όπου συνεδρίαζε το Κογκρέσο. Ούτε 20 βουλευτές δεν είχαν θεωρήσει την περίσταση σημαντική για να παρευρεθούν.

Ο στρατηγός και οι υπασπιστές του κάθισαν στις θέσεις τους στην αίθουσα. Ο προέδρος του Κογκρέσου, Τόμας Μίφλιν από την Πενσυλβάνια, κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης: «Κύριε, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σε συνεδρίαση και έτοιμο να ακούσει την δήλωση σας».

Ο Μίφλιν ήταν ένας από τους στρατηγούς που αποπειράθηκαν να εξευτελίσουν τον Ουάσιγκτον και να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί τον δύσκολο χειμώνα που ο στρατός του επαναστατημένου έθνους ήταν στρατοπεδευμένος στο Βάλεϋ Φόρτζ της Πενσυλβάνια. Είχε συκοφαντήσει τον Ουάσιγκτον ως παραφουσκωμένο εγωιστή, είχε υποτιμήσει τις στρατιωτικές του ικανότητες, και χρησιμοποίησε τον πλούτο του για να πείσει αρκετά μέλη του Κογκρέσου να συμφωνήσουν μαζί του. Μερικούς μήνες αργότερα, ο Μίφλιν εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση από τον στρατό όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση εκατομμυρίων δολαρίων υπό το αξίωμα του υπεύθυνου επιμελητείας.

Απευθυνόμενος στον πνιγμένο στα σκάνδαλα αντίπαλο του, ο Ουάσιγκτον έβγαλε τον λόγο του από την τσέπη του σακακιού του και τον ξεδίπλωσε με τρεμάμενα χέρια. «Κύριε Πρόεδρε», άρχισε με χαμηλή φωνή που μαρτυρούσε πόνο. «Αφού ολοκληρώθηκαν επιτέλους τα σπουδαία γεγονότα από τα οποία εξαρτάτο η παραίτηση μου, έχω τώρα την τιμή να προσφέρω τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια προς το Κογκρέσο και να παρουσιασθώ ενώπιον του για να παραδώσω στα χέρια σας το διαπίστευμα που μου επιδόθηκε και να διεκδικήσω το δικαίωμα να αποσυρθώ από την υπηρεσία της πατρίδος μου».

Ο Ουάσιγκτον συνέχισε εκφράζοντας ευγνωμοσύνη για την υποστήριξη των «συμπατριωτών μου» και «του στρατού γενικότερα». Η αναφορά στους στρατιώτες του προκάλεσε συναισθήματα τόσο ισχυρά που έσφιξε το χαρτί με τον λόγο με τις δύο γροθιές του για να το κρατήσει σταθερό. Συνέχισε: «Το θεωρώ απαραίτητο καθήκον μου να ολοκληρώσω αυτή την τελευταία πράξη της ζωής μου στον δημόσιο βίο, επαφείοντας τα συμφέροντα της πατρίδας μου στην προστασία του Παντοδύναμου Θεού και σε αυτούς που επιβλέπουν την θεϊκή φροντίδα των συμφερόντων αυτών [δηλ. το Κογκρέσο].»

Για αρκετή ώρα ο Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να αρθρώσει άλλη λέξη. Δάκρυα χάραζαν τα μάγουλα του. Τα λόγια του άγγιξαν μια φλέβα θρησκευτικής πίστης στα βάθη της ψυχής του, που είχε αναπτυχθεί μέσα από εμπειρίες στα πεδία των μαχών και τον είχαν πείσει για την ύπαρξη ενός φιλεύσπλαχνου θεού που τον είχε προστατέψει και την χώρα του, κατ’ επανάληψη, σε όλο τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Χωρίς την πίστη του, μπορεί να μην ήταν ποτέ σε θέση να αντέξει τις δυσκολίες και την οργή που είχε ζήσει τους περασμένους οχτώ μήνες.

Ο Ουάσιγκτον έβγαλε μετά από το σακάκι του την περγαμηνή του διορισμού του ως διοικητή του στρατού των επαναστατημένων Αμερικανών. «Έχοντας τώρα ολοκληρώσει το έργο που μου ανατέθηκε, αποσύρομαι από τη μεγάλη σκηνή της δημόσιας δράσης και αποχαιρετώ το ενάρετο αυτό Σώμα υπό το οποίο υπηρέτησα, και καταθέτω τώρα την εντολή μου και εγκαταλείπω τον δημόσιο βίο». Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, παρέδωσε το έγγραφο στον Μίφλιν.

Αυτή ήταν –και παραμένει- η πιό σημαντική στιγμή της Αμερικανικής ιστορίας.

Ο άνθρωπος που θα μπορούσε να διαλύσει εκείνο το ανίκανο Κογκρέσο και να εξασφαλίσει, για τον ίδιο και τους στρατιώτες του, ανταμοιβές αντάξιες του θάρρους και των θυσιών τους, αποκήρυσσε την απόλυτη εξουσία. Με αυτή την δημόσια και αδιαμφισβήτητη πράξη, ο Ουάσιγκτον έκανε περισσότερα για να επιβεβαιώσει την διακυβέρνηση της Αμερικής από τον λαό, από ό,τι θα μπορούσαν να κάνουν χιλιάδες διακυρήξεις από νομοθετικά σώματα και διατριβές φιλοσόφων.

Ο Τόμας Τζέφερσον, συγγραφέας της μεγαλύτερης από αυτές τις διακυρήξεις, ήταν παρών σε αυτή την δραματική στιγμή, ως βουλευτής από την Βιρτζίνια. Διαισθητικά, αντελήφθη την ιστορικότητα της στιγμής. «Η μετριοφροσύνη ενός και μόνο ανθρώπου», έγραψε αργότερα, «μάλλον απέτρεψε από του να ολοκληρωθεί αυτή η επανάσταση, όπως οι περισσότερες άλλες έχουν τελειώσει, με υπονόμευση αυτής της ίδιας της ελευθερίας που είχε σαν σκοπό να εγκαθιδρύσει».

Στην Ευρώπη, η παραίτηση του Ουάσιγκτον αποκατέστησε το τρωθέν κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Εφημερίδες από το Λονδίνο έως την Βιέννη την ανέφεραν με θαυμασμό και περιέργεια. Ο Τζων Τρέμπουλ, ζωγράφος από το Κονέτικατ, που σπούδαζε τότε στην Αγγλία, έγραψε ότι είχε προκαλέσει «έκπληξη και θαυμασμό στην γωνιά αυτή του κόσμου».

Ο Ουάσιγκτον χαιρέτησε με χειραψία όλα τα παρόντα μέλη του Κογκρέσου και μερικούς θεατές. Εν τω μεταξύ, οι υπασπιστές του έφερναν τα άλογα και τα κάρα με τα προσωπικά του είδη από το ξενοδοχείο. Είχαν δώσει εντολή να είναι όλα συσκευασμένα και έτοιμα για άμεση αναχώρηση.

Την επόμενη μέρα, ύστερα από μια στάση το βράδυ σε ένα πανδοχείο, συνέχισαν την πορεία προς την οικία του Ουάσιγκτον, στο Μάουντ Βέρνον [της Βιρτζίνια, κοντά στην σημερινή πρωτεύουσα των ΗΠΑ.] Τελικά, καθώς έπεφτε η δύση στον χειμωνιάτικο ουρανό, είδαν το σπίτι, δίπλα στον ποταμό Ποτόμακ. Μέσα από τα γυμνά κλαδιά των δέντρων και τα παγωμένα λειβάδια, οι τρεις ιππείς προχώρησαν προς το σπίτια με τις λευκές κολώνες στην πρόσοψη, τα παράθυρα του οποίου φωτίζονταν από το φως των κεριών. Στην πόρτα περίμενε η Μάρθα Ουάσιγκτον και δύο εγγόνια. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ο Ουάσιγκτον – και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- είχαν επιβιώσει των κινδύνων τόσο του πολέμου όσο και της ειρήνης.

Thomas Fleming
Δημοσιεύτηκε στη Wall Street Journal στις 24.12.2007.
Μετάφραση στα Ελληνικά: Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης

Share

5 thoughts on “Το δώρο του Ουάσιγκτον

  1. Pingback: Το δώρο του Ουάσιγκτον — ροη σταχυολόγων

  2. Ας δείξουν αυτό το κείμενο – ή ακόμα καλύτερα ας το διαβάσουν δημοσίως – στη Βουλή και να το τρίψουν στη μούρη εκείνων που πασχίζουν είτε να κρατηθούν στην εξουσία και στην καρέκλα τους, είτε να τα διεκδικήσουν, άπαντες όμως με κάθε μέσον και επί “πτωμάτων”.
    Τέτοια λύσσα υπάρχει που αναρωτιέσαι, όχι για τους λυσσασμένους, αλλά για αυτό τον αναίσθητο κόσμο που τ’ αφήνει όλα να περνάνε έτσι, ασχολίαστα, ατιμώρητα, ανώδυνα… Αυτό λέγεται ΚΑΤΑΝΤΙΑ.

  3. Ας δείξουν αυτό το κείμενο – ή ακόμα καλύτερα ας το διαβάσουν δημοσίως – στη Βουλή και να το τρίψουν στη μούρη εκείνων που πασχίζουν είτε να κρατηθούν στην εξουσία και στην καρέκλα τους, είτε να τα διεκδικήσουν, άπαντες όμως με κάθε μέσον και επί “πτωμάτων”.
    Τέτοια λύσσα υπάρχει που αναρωτιέσαι, όχι για τους λυσσασμένους, αλλά για αυτό τον αναίσθητο κόσμο που τ’ αφήνει όλα να περνάνε έτσι, ασχολίαστα, ατιμώρητα, ανώδυνα… Αυτό λέγεται ΚΑΤΑΝΤΙΑ.

Leave a Reply to Charis Tsevis Cancel reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *